Monkey Business
Όταν τον περασμένο Μάϊο βρέθηκε ένας μικρός σπουργίτης – κυριολεκτικά – στον δρόμο μου, δεν ήξερα τίποτα για τα πτηνά. Γάτες μόνο γνώριζα να μεγαλώνω.
Τον πήρα, λοιπόν, μαζί μου και ανέλαβα την ευθύνη να τον μεγαλώσω. Εν μέσω τής έναρξης τής επιχείρησης, ήδη με τρεις γάτες στο σπίτι – και μερικές ημέρες πριν βρω και τον #Lovely, κι αυτόν στον δρόμο… -, δεν υπήρχε κανένα περιθώριο αντοχής. Δεν μπορούσα, ωστόσο, να τον αφήσω να πεθάνει: ο #Αγάπης δεν μπορούσε να πετάξει.
Τηλέφωνα σε φίλους και γνωστούς, επισκέψεις σε pet shop με πτηνά, και διάβασμα κάθε μέρα στο διαδίκτυο. Κάθε μέρα. Το πλάνο ήταν να τον φροντίσω μέχρι να μεγαλώσει λίγο και μετά να τον αφήσω να φύγει, όσο κι αν ήξερα πως θα με πονούσε. Διότι κάθε μέρα ήμασταν μαζί: τον έπαιρνα μαζί μου στο κατάστημα, στην αγκαλιά μου, τρώγαμε μαζί, εγώ τοστ στο χέρι, εκείνος αυγό στη σύριγγα, κάθε βράδυ τον έβαζα στο στήθος να ακούει την καρδιά μου για να μην αισθάνεται μόνος. Και μας έπαιρνε ο ύπνος.
Όταν ξυπνούσα, ωστόσο, και τον έβλεπα να μισοανοίγει το ένα μάτι για να δει τι θα κάνω, τότε γέμιζα τύψεις: δεν είχα κανένα δικαίωμα να κάνω κινήσεις που σε δένουν με ένα είδος που δεν θα έπρεπε να το νοιάζει το δικό σου, παρά μόνο για ζητήματα επιβίωσης. Κι έτσι, με λύπη, τον άφηνα στο κλουβί του, και περιοριζόμουν στο να το ανοίγω κάποιες φορές την ημέρα, για να τον προκαλώ να πετάξει.
Ο #Αγάπης, όμως, δεν πέταξε ποτέ. Μόλις προσπαθεί να ανακτήσει ύψος, τότε πέφτει σχεδόν κατακόρυφα. Και όταν αντιλήφθηκα πως θα τον έχω για μία ζωή, δεν υπήρχε χρόνος ούτε για χαρά ούτε για λύπη: έπρεπε να εξασφαλίσω το μέλλον του. Να κάνω την ζωή του όσο γίνεται καλύτερη: του πήρα κλουβιά σε διάφορα χρώματα, βιταμίνες, τροφές με σπανάκι, ξηρούς καρπούς, κούνιες, κορδέλες για να μην κρεμώ το σπίτι του σε πρόκες.
Και πήρα και μία απόχη.
Αστείο;
Πιθανόν.
Μέρος τού μέλλοντός του, είναι και οι αστάθμητοι παράγοντες: τι θα γίνει εάν συμβεί κάποιο ατύχημα και βρεθεί εκτός κλουβιού; Θα προλάβω να τον φτάσω, να μην του κάνουν κακό οι γάτες; Εάν όταν τον αφήνω στο δωμάτιο να πετάξει, θα μπορέσω να τον πιάσω με ασφάλεια εάν καθήσει, για παράδειγμα, στο air condition; Είμαι υπεύθυνη για αυτό. Εγώ τον πήρα από την “φύση”. Εγώ τον “ανάγκασα” να κάνει παρέα με τρεις συν μία γάτες. Με εμένα έχει μάθει να ζει. Η ζωή του είναι στα χέρια μου.
Κι αυτά τα χέρια θα προτιμούσαν να κοπούν, παρά να του κάνουν κακό.
Βλέπετε, όλα τα έμβια όντα, είτε γεννηθούν είτε μεγαλώσουν στην αιχμαλωσία, τείνουν να αποκτήσουν συνήθειες που οδηγούν σε ένα είδος ζωής, μερικές φορές, πολύ διαφορετικό από το σύνηθες περιβάλλον τους. Κι αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό. Σε συνθήκες αιχμαλωσίας έχουν διατηρηθεί είδη που θα είχαν εκλείψει εάν κάποιοι δεν φρόντιζαν με τεχνητή γονιμοποίηση την αναπαραγωγή τους. Σε συνθήκες αιχμαλωσίας βρίσκονται οι χελώνες στις γυάλες, οι πύθωνες στα τερράριουμ, ο σκύλος στο διαμέρισμα των τριάντα τετραγωνικών στο κέντρο τής Αθήνας.
Υπάρχει κάτι, ωστόσο, που δεν αλλάζει ποτέ.
Κι αυτό λέγεται “ένστικτο”.
Εάν οι γυάλες σπάσουν, εάν το λουρί λυθεί, το ζώο θα τρέξει στην ελευθερία. Και δεν έχει καμμία σημασία εάν ο άνθρωπος έχει φροντίσει εκείνο να μεγαλώνει ακόμα και σε κλίμα πλήρους λατρείας: το ζώο θα κάνει ό,τι το παρακινήσει το ένστικτό του να κάνει. Είτε αυτό είναι να δραπετεύσει από το διαμέρισμα είτε να εγκαταλείψει μία αγέλη επειδή στέφθηκε κάποιος άλλος ηγέτης και εκείνο είναι καταδικασμένο σε εξορία.
Το θέμα μας, λοιπόν, δεν είναι το ζώο.
Για άλλη μία φορά, είναι ο άνθρωπος.
Εάν ο άνθρωπος έχει ως μέριμνα να προστατεύσει πρωτίστως οποιονδήποτε άλλον, από τη ζωή που ο ίδιος αιχμαλώτισε, είτε για τη δική του αγάπη είτε για του κόσμου, εάν ο άνθρωπος έχει για panic button ένα όπλο που αποδεσμεύει μολύβι κι όχι αναισθητικό, εάν αυτός ο άνθρωπος κοιμάται ήσυχος με τα “πρωτόκολλά” του και κοιτά τον εαυτό του στον καθρέπτη δίχως ίχνος αιδούς, να πάει στο σπίτι του.
Διότι σε αυτό το είδος ανθρώπου, δε θα πρέπει να εμπιστευθεί κανείς ξανά, όχι πρωτεύον, αλλά ούτε κατσαρίδα.